επίχυμα

επίχυμα
το (AM ἐπίχυμα)
νεοελλ.
η βάπτιση με ραντισμό τής Καθολικής Εκκλησίας (και όχι με κατάδυση στην κολυμπήθρα
αρχ.-μσν.
επίχυση, ασθένεια τών οφθαλμών που προκαλεί κακή, θαμπή όραση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐπίχυμα — in de An. neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχύματα — ἐπίχυμα in de An. neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχύματος — ἐπίχυμα in de An. neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”